- παραλήπτωρ
- και παραλήμπτωρ, -ορος, ὁ, Α [παραλαμβάνω]ο κληρονόμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραλήπτωρ — inheritor masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλήπτορες — παραλήπτωρ inheritor masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλήμπτωρ — ὁ, Α βλ. παραλήπτωρ … Dictionary of Greek